- παγοποιία
- ηβιομηχανική παραγωγή τεχνητού πάγου, βιομηχανία κατασκευής τεχνητού πάγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παγοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε Βασιλικό Διάταγμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγοποιία — η 1. κατασκευή του πάγου: Βασικός παράγοντας της παγοποιίας είναι η αμμωνία. 2. επιχείρηση κατασκευής πάγου: Με την ανακάλυψη των οικιακών ψυγείων έσβησαν οι παγοποιίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγοποιητικός — ή, ό [παγοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοποιία ή στον παγοποιό 2. αυτός με τον οποίο γίνεται ο πάγος … Dictionary of Greek